Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομοαίολος
View word page
νόμιος2
customary
ShortDef
of shepherds, pastoral
pastoral (god), i.e. Pan
customary
Debugging
Headword:
νόμιος2
Headword (normalized):
νόμιος
Headword (normalized/stripped):
νομιος2
IDX:
59709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59710
Key:
Data
{'content': 'customary'}