Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
View word page
νόμιος
of shepherds, pastoral

ShortDef

of shepherds, pastoral
pastoral (god), i.e. Pan
customary

Debugging

Headword:
νόμιος
Headword (normalized):
νόμιος
Headword (normalized/stripped):
νομιος
IDX:
59707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59708
Key:

Data

{'content': 'of shepherds, pastoral'}