Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
View word page
νόμιμος
conformable to custom, usage
ShortDef
conformable to custom, usage
Debugging
Headword:
νόμιμος
Headword (normalized):
νόμιμος
Headword (normalized/stripped):
νομιμος
IDX:
59705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59706
Key:
Data
{'content': 'conformable to custom, usage'}