Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
νόμισις
View word page
νομή
a pasture, pasturage
ShortDef
a pasture, pasturage
Debugging
Headword:
νομή
Headword (normalized):
νομή
Headword (normalized/stripped):
νομη
IDX:
59701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59702
Key:
Data
{'content': 'a pasture, pasturage'}