Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
νομίουρος
View word page
νομεύω
to put to graze, drive afield
ShortDef
to put to graze, drive afield
Debugging
Headword:
νομεύω
Headword (normalized):
νομεύω
Headword (normalized/stripped):
νομευω
IDX:
59700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59701
Key:
Data
{'content': 'to put to graze, drive afield'}