Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
νόμιος2
View word page
νομευτικός
pastoral

ShortDef

pastoral

Debugging

Headword:
νομευτικός
Headword (normalized):
νομευτικός
Headword (normalized/stripped):
νομευτικος
IDX:
59699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59700
Key:

Data

{'content': 'pastoral'}