Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
ἀνάλημμα
View word page
ἀναλέγω
to pick up, gather up

ShortDef

to pick up, gather up

Debugging

Headword:
ἀναλέγω
Headword (normalized):
ἀναλέγω
Headword (normalized/stripped):
αναλεγω
IDX:
5969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5970
Key:

Data

{'content': 'to pick up, gather up'}