Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
Νόμιος
View word page
νομεύς
a shepherd, herdsman; pl. ribs of a ship
ShortDef
a shepherd, herdsman; pl. ribs of a ship
Debugging
Headword:
νομεύς
Headword (normalized):
νομεύς
Headword (normalized/stripped):
νομευς
IDX:
59698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59699
Key:
Data
{'content': 'a shepherd, herdsman; pl. ribs of a ship'}