Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
View word page
νόμευμα
that which is put to graze
ShortDef
that which is put to graze
Debugging
Headword:
νόμευμα
Headword (normalized):
νόμευμα
Headword (normalized/stripped):
νομευμα
IDX:
59697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59698
Key:
Data
{'content': 'that which is put to graze'}