Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομία
νομίζω
View word page
νομαρχικός
levied on a νομαρχία

ShortDef

levied on a νομαρχία

Debugging

Headword:
νομαρχικός
Headword (normalized):
νομαρχικός
Headword (normalized/stripped):
νομαρχικος
IDX:
59693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59694
Key:

Data

{'content': 'levied on a νομαρχία'}