Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
View word page
νομάρχης
the chief of an Egyptian province

ShortDef

the chief of an Egyptian province

Debugging

Headword:
νομάρχης
Headword (normalized):
νομάρχης
Headword (normalized/stripped):
νομαρχης
IDX:
59691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59692
Key:

Data

{'content': 'the chief of an Egyptian province'}