Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
View word page
νομαρχέω
hold office of νομάρχης

ShortDef

hold office of νομάρχης

Debugging

Headword:
νομαρχέω
Headword (normalized):
νομαρχέω
Headword (normalized/stripped):
νομαρχεω
IDX:
59690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59691
Key:

Data

{'content': 'hold office of νομάρχης'}