Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλακτίζω
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
ἀναλήθης
View word page
ἀναλεαίνω
bruise, crush, pound fine

ShortDef

bruise, crush, pound fine

Debugging

Headword:
ἀναλεαίνω
Headword (normalized):
ἀναλεαίνω
Headword (normalized/stripped):
αναλεαινω
IDX:
5968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5969
Key:

Data

{'content': 'bruise, crush, pound fine'}