Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
View word page
νομαῖος
of/for a herdsman's life, pastoral

ShortDef

of/for a herdsman's life, pastoral

Debugging

Headword:
νομαῖος
Headword (normalized):
νομαῖος
Headword (normalized/stripped):
νομαιος
IDX:
59687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59688
Key:

Data

{'content': "of/for a herdsman's life, pastoral"}