Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
νομάς
View word page
νομάζω
graze

ShortDef

graze

Debugging

Headword:
νομάζω
Headword (normalized):
νομάζω
Headword (normalized/stripped):
νομαζω
IDX:
59685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59686
Key:

Data

{'content': 'graze'}