Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
Νομάς
View word page
νομαδόστοιχος
going in a row from pasture
ShortDef
going in a row from pasture
Debugging
Headword:
νομαδόστοιχος
Headword (normalized):
νομαδόστοιχος
Headword (normalized/stripped):
νομαδοστοιχος
IDX:
59684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59685
Key:
Data
{'content': 'going in a row from pasture'}