Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
View word page
νομαδίτης
nomad, pastoral
ShortDef
nomad, pastoral
Debugging
Headword:
νομαδίτης
Headword (normalized):
νομαδίτης
Headword (normalized/stripped):
νομαδιτης
IDX:
59683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59684
Key:
Data
{'content': 'nomad, pastoral'}