Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
View word page
νομαδικός
of/for a herdsman’s life, pastoral; (pr.) Numidian

ShortDef

of/for a herdsman’s life, pastoral; (pr.) Numidian

Debugging

Headword:
νομαδικός
Headword (normalized):
νομαδικός
Headword (normalized/stripped):
νομαδικος
IDX:
59682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59683
Key:

Data

{'content': 'of/for a herdsman’s life, pastoral; (pr.) Numidian'}