Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομαρχέω
νομάρχης
View word page
νομαδία
pasturage, steppe

ShortDef

Numidia
pasturage, steppe

Debugging

Headword:
νομαδία
Headword (normalized):
νομαδία
Headword (normalized/stripped):
νομαδια
IDX:
59681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59682
Key:

Data

{'content': 'pasturage, steppe'}