Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλακεῖν
ἀναλακτίζω
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
ἀνάλεκτος
View word page
ἀναλδήσκω
grow up
ShortDef
grow up
Debugging
Headword:
ἀναλδήσκω
Headword (normalized):
ἀναλδήσκω
Headword (normalized/stripped):
αναλδησκω
IDX:
5967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5968
Key:
Data
{'content': 'grow up'}