Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νόμαιος
νομαῖος
View word page
νοθόω
counterfeit

ShortDef

counterfeit

Debugging

Headword:
νοθόω
Headword (normalized):
νοθόω
Headword (normalized/stripped):
νοθοω
IDX:
59677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59678
Key:

Data

{'content': 'counterfeit'}