Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
View word page
νοθογέννητος
of spurious origin

ShortDef

of spurious origin

Debugging

Headword:
νοθογέννητος
Headword (normalized):
νοθογέννητος
Headword (normalized/stripped):
νοθογεννητος
IDX:
59674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59675
Key:

Data

{'content': 'of spurious origin'}