Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
νομαδικός
View word page
νοθεύω
to adulterate
ShortDef
to adulterate
Debugging
Headword:
νοθεύω
Headword (normalized):
νοθεύω
Headword (normalized/stripped):
νοθευω
IDX:
59672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59673
Key:
Data
{'content': 'to adulterate'}