Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδες
Νομαδία
νομαδία
View word page
νοθευτής
one who adulterates

ShortDef

one who adulterates

Debugging

Headword:
νοθευτής
Headword (normalized):
νοθευτής
Headword (normalized/stripped):
νοθευτης
IDX:
59671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59672
Key:

Data

{'content': 'one who adulterates'}