Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλάζομαι
ἀναλακεῖν
ἀναλακτίζω
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
ἀναλέγω
ἀναλειόω
ἀνάλειπτος
ἀναλείφω
ἀναλείχω
ἀναλειψία
ἀναλεκτέον
ἀναλέκτης
View word page
ἀναλδής
not thriving, feeble

ShortDef

not thriving, feeble

Debugging

Headword:
ἀναλδής
Headword (normalized):
ἀναλδής
Headword (normalized/stripped):
αναλδης
IDX:
5966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5967
Key:

Data

{'content': 'not thriving, feeble'}