Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
View word page
νοθαγενής
base-born
ShortDef
base-born
Debugging
Headword:
νοθαγενής
Headword (normalized):
νοθαγενής
Headword (normalized/stripped):
νοθαγενης
IDX:
59667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59668
Key:
Data
{'content': 'base-born'}