Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
View word page
νοητός
perceptible to the mind, thinkable
ShortDef
perceptible to the mind, thinkable
Debugging
Headword:
νοητός
Headword (normalized):
νοητός
Headword (normalized/stripped):
νοητος
IDX:
59666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59667
Key:
Data
{'content': 'perceptible to the mind, thinkable'}