Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
View word page
νοητέον
one must conceive

ShortDef

one must conceive

Debugging

Headword:
νοητέον
Headword (normalized):
νοητέον
Headword (normalized/stripped):
νοητεον
IDX:
59664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59665
Key:

Data

{'content': 'one must conceive'}