Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
View word page
νόησις
intelligence, thought

ShortDef

intelligence, thought

Debugging

Headword:
νόησις
Headword (normalized):
νόησις
Headword (normalized/stripped):
νοησις
IDX:
59662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59663
Key:

Data

{'content': 'intelligence, thought'}