Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
View word page
νοήμων
thoughtful, intelligent

ShortDef

thoughtful, intelligent

Debugging

Headword:
νοήμων
Headword (normalized):
νοήμων
Headword (normalized/stripped):
νοημων
IDX:
59659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59660
Key:

Data

{'content': 'thoughtful, intelligent'}