Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
View word page
νοηματίζω
form concepts
ShortDef
form concepts
Debugging
Headword:
νοηματίζω
Headword (normalized):
νοηματίζω
Headword (normalized/stripped):
νοηματιζω
IDX:
59657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59658
Key:
Data
{'content': 'form concepts'}