Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
View word page
νοέω
to perceive by the eyes, observe, notice

ShortDef

to perceive by the eyes, observe, notice

Debugging

Headword:
νοέω
Headword (normalized):
νοέω
Headword (normalized/stripped):
νοεω
IDX:
59655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59656
Key:

Data

{'content': 'to perceive by the eyes, observe, notice'}