Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
View word page
νοερός
intellectual
ShortDef
intellectual
Debugging
Headword:
νοερός
Headword (normalized):
νοερός
Headword (normalized/stripped):
νοερος
IDX:
59654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59655
Key:
Data
{'content': 'intellectual'}