Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
νοητάρχης
View word page
νόαρ
phantasm, spectre

ShortDef

phantasm, spectre

Debugging

Headword:
νόαρ
Headword (normalized):
νόαρ
Headword (normalized/stripped):
νοαρ
IDX:
59653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59654
Key:

Data

{'content': 'phantasm, spectre'}