Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
νόησις
View word page
νίωπον
oil of bitter almonds

ShortDef

oil of bitter almonds

Debugging

Headword:
νίωπον
Headword (normalized):
νίωπον
Headword (normalized/stripped):
νιωπον
IDX:
59652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59653
Key:

Data

{'content': 'oil of bitter almonds'}