Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
Νόης
View word page
νίψις
washing

ShortDef

washing

Debugging

Headword:
νίψις
Headword (normalized):
νίψις
Headword (normalized/stripped):
νιψις
IDX:
59651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59652
Key:

Data

{'content': 'washing'}