Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
νοήρης
View word page
νίφω
to snow

ShortDef

to snow

Debugging

Headword:
νίφω
Headword (normalized):
νίφω
Headword (normalized/stripped):
νιφω
IDX:
59650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59651
Key:

Data

{'content': 'to snow'}