Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοήμων
View word page
νιφοστιβής
piled with snow
ShortDef
piled with snow
Debugging
Headword:
νιφοστιβής
Headword (normalized):
νιφοστιβής
Headword (normalized/stripped):
νιφοστιβης
IDX:
59649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59650
Key:
Data
{'content': 'piled with snow'}