Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
View word page
νιφόεις
snowy, snowclad, snowcapt
ShortDef
snowy, snowclad, snowcapt
Debugging
Headword:
νιφόεις
Headword (normalized):
νιφόεις
Headword (normalized/stripped):
νιφοεις
IDX:
59647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59648
Key:
Data
{'content': 'snowy, snowclad, snowcapt'}