Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
νόημα
View word page
νιφόβολος
snow-stricken, snowclad

ShortDef

snow-stricken, snowclad

Debugging

Headword:
νιφόβολος
Headword (normalized):
νιφόβολος
Headword (normalized/stripped):
νιφοβολος
IDX:
59646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59647
Key:

Data

{'content': 'snow-stricken, snowclad'}