Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
νοέω
View word page
νιφοβολία
snowstorm

ShortDef

snowstorm

Debugging

Headword:
νιφοβολία
Headword (normalized):
νιφοβολία
Headword (normalized/stripped):
νιφοβολια
IDX:
59645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59646
Key:

Data

{'content': 'snowstorm'}