Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νιτροποιός
νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
νοερός
View word page
νιφετώδης
like snow, snowy
ShortDef
like snow, snowy
Debugging
Headword:
νιφετώδης
Headword (normalized):
νιφετώδης
Headword (normalized/stripped):
νιφετωδης
IDX:
59644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59645
Key:
Data
{'content': 'like snow, snowy'}