Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νιτροπηγικός
νιτροποιός
νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
νόαρ
View word page
νιφετός
falling snow, a snowstorm
ShortDef
falling snow, a snowstorm
Debugging
Headword:
νιφετός
Headword (normalized):
νιφετός
Headword (normalized/stripped):
νιφετος
IDX:
59643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59644
Key:
Data
{'content': 'falling snow, a snowstorm'}