Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νίτρον
νιτροπηγικός
νιτροποιός
νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίωπον
View word page
νιφάς
a snowflake
ShortDef
a snowflake
Debugging
Headword:
νιφάς
Headword (normalized):
νιφάς
Headword (normalized/stripped):
νιφας
IDX:
59642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59643
Key:
Data
{'content': 'a snowflake'}