Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νιτρική
νιτρῖτις
νίτρον
νιτροπηγικός
νιτροποιός
νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
View word page
νίφα
snow
ShortDef
snow
Debugging
Headword:
νίφα
Headword (normalized):
νίφα
Headword (normalized/stripped):
νιφα
IDX:
59640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59641
Key:
Data
{'content': 'snow'}