Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νίσσομαι
Νίσυρος
νίτρασμα
νιτρέλαιον
νιτρία
νιτρική
νιτρῖτις
νίτρον
νιτροπηγικός
νιτροποιός
νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβολία
View word page
νιτρόω
cleanse with
ShortDef
cleanse with
Debugging
Headword:
νιτρόω
Headword (normalized):
νιτρόω
Headword (normalized/stripped):
νιτροω
IDX:
59635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59636
Key:
Data
{'content': 'cleanse with'}