Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νῖσος
νίσσομαι
Νίσυρος
νίτρασμα
νιτρέλαιον
νιτρία
νιτρική
νιτρῖτις
νίτρον
νιτροπηγικός
νιτροποιός
νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
View word page
νιτροποιός
producing
ShortDef
producing
Debugging
Headword:
νιτροποιός
Headword (normalized):
νιτροποιός
Headword (normalized/stripped):
νιτροποιος
IDX:
59634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59635
Key:
Data
{'content': 'producing'}