Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νίσομαι
Νῖσος
νίσσομαι
Νίσυρος
νίτρασμα
νιτρέλαιον
νιτρία
νιτρική
νιτρῖτις
νίτρον
νιτροπηγικός
νιτροποιός
νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
νίτρωμα
Νίτωκρις
νίφα
νιφαργής
νιφάς
νιφετός
View word page
νιτροπηγικός
made of congealed

ShortDef

made of congealed

Debugging

Headword:
νιτροπηγικός
Headword (normalized):
νιτροπηγικός
Headword (normalized/stripped):
νιτροπηγικος
IDX:
59633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59634
Key:

Data

{'content': 'made of congealed'}