Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νίνος
Νιόβη
νιπτήρ
νίπτρον
Νιρεύς
Νίσαια
νίσομαι
Νῖσος
νίσσομαι
Νίσυρος
νίτρασμα
νιτρέλαιον
νιτρία
νιτρική
νιτρῖτις
νίτρον
νιτροπηγικός
νιτροποιός
νιτρόω
νιτρώδης
νιτρωδία
View word page
νίτρασμα
soap
ShortDef
soap
Debugging
Headword:
νίτρασμα
Headword (normalized):
νίτρασμα
Headword (normalized/stripped):
νιτρασμα
IDX:
59627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59628
Key:
Data
{'content': 'soap'}