Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νῖκος
Νικόστρατος
νικοτέλεια
Νικόφημος
νίμμα
νιν
νίννη
νιννίον
νίννος
Νίνος
Νιόβη
νιπτήρ
νίπτρον
Νιρεύς
Νίσαια
νίσομαι
Νῖσος
νίσσομαι
Νίσυρος
νίτρασμα
νιτρέλαιον
View word page
Νιόβη
Niobe

ShortDef

Niobe

Debugging

Headword:
Νιόβη
Headword (normalized):
νιόβη
Headword (normalized/stripped):
νιοβη
IDX:
59618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59619
Key:

Data

{'content': 'Niobe'}